- κουνέλι
- Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που επικοινωνούν μεταξύ τους και οι οποίες διαθέτουν διάφορα ανοίγματα. Κάθε φωλιά κατοικείται από 6-10 ενήλικα άτομα και των δύο φύλων, που βρίσκονται κρυμμένα όλη την ημέρα και βγαίνουν το βράδυ για να αναζητήσουν τροφή. Αν και γενικά είναι ήσυχα ζώα, μπορούν να παράγουν δυνατούς ήχους όταν φοβηθούν ή τραυματιστούν. Επικοινωνούν μεταξύ τους με την αφή ή με χαρακτηριστικές οσμές.
Το άγριο κ. ζυγίζει 1,5-2,5 κιλά, ενώ τα εξημερωμένα κ. μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερα. Όπως και ο λαγός, από τον οποίο διαφέρει ως προς τα μικρότερα αφτιά και τα πιο κοντά και αδύναμα πόδια, το κ. είναι διπλόδοντο, έχει δηλαδή στην άνω σιαγόνα δύο ζεύγη κυνοδόντων, τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο. Το τριχωτό δέρμα του είναι συνήθως γκρίζο-κοκκινωπό στη ράχη και στα πλευρά και άσπρο στην κοιλιά. Ο χρωματισμός και οι διαστάσεις του κ., ωστόσο, ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τη φυλή στην οποία ανήκει και ανάλογα με το κλίμα και τη φύση του εδάφους της περιοχής όπου ζει. Η ράτσα των κ. της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης και των βρετανικών νήσων (Οryctolagus cuniculus cuniculus), για παράδειγμα, έχει μια μαύρη απόχρωση στη ράχη, η οποία λείπει στη ράτσα της νότιας Ευρώπης (Οryctolagus cuniculus huxleyi), στην οποία το τριχωτό δέρμα είναι διαφορετικό και οι διαστάσεις του ζώου μικρότερες. Άλλες άγριες συγγενικές μορφές κ. είναι οι λεγόμενες βαμβακοουρές του γένους Sylvilagus.
Τα κ. είναι, γενικά, χορτοφάγα ζώα και τρέφονται με χορτάρι, βλαστάρια, φυλλώματα και σπόρους πολλών φυτών, ιδιαίτερα δημητριακών, καθώς και φλοιούς δέντρων και ρίζες. Η δίαιτά τους είναι χαμηλής θρεπτικής αξίας και αποτελείται από μεγάλη ποσότητα άπεπτου υλικού, γι’ αυτό καταφεύγουν στην κοπροφαγία, ώστε να εκμεταλλευτούν περισσότερα θρεπτικά συστατικά από την τροφή τους· επίσης, έχουν πολύ μεγάλο τυφλό έντερο, στο οποίο λαμβάνει χώρα βακτηριακή ζύμωση του άπεπτου υλικού. Όταν πληθύνουν αρκετά, εξαιτίας ευνοϊκών, για τον πολλαπλασιασμό και την επιβίωσή τους, περιβαλλοντικών συνθηκών (όπως συνέβη με τα κ. που εισήχθησαν στην Αυστραλία γύρω στο 1850), μπορεί να προκαλέσουν σοβαρότατες ζημιές στη φυσική βλάστηση και στις καλλιέργειες. Εκτός από τον άνθρωπο, το κ. κυνηγιέται και από διάφορα ζώα που ανήκουν στις οικογένειες των αιλουροειδών, των κυνοειδών και των μουστελιδών, όπως και από αρπακτικά πουλιά. Παρά τη δίωξη και την προσβολή του από την κοκκιδίωση, ασθένεια που οφείλεται σε ένα παράσιτο του πεπτικού συστήματος, το κ. δεν απειλείται με εξαφάνιση, γιατί είναι προικισμένο με εξαιρετική γονιμότητα.
Το κ. μπορεί να αναπαράγεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αν και η μεγαλύτερη αναπαραγωγική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα τους πρώτους έξι μήνες. Η κυοφορία διαρκεί 30 μέρες και, συνήθως, γεννιούνται 5-6 μικρά ανά γέννα· στο κ., επίσης, είναι κοινό το φαινόμενο της αποβολής, λόγω περιβαλλοντικών πιέσεων. Τα μικρά, τα οποία όταν γεννηθούν είναι τυφλά και άτριχα, τοποθετούνται από τη μητέρα τους σε ένα καταφύγιο, φτιαγμένο από την ίδια, σε κάποια απόσταση από την κοινή φωλιά. Το καταφύγιο αυτό, σκαμμένο στο έδαφος, έχει σχήμα στοάς με ένα μόνο άνοιγμα. Ο πυθμένας του γίνεται μαλακός και ζεστός, γιατί στρώνεται με ξερά φύλλα και με χνούδι που αποσπά το θηλυκό κ. από την κοιλιακή του περιοχή. Το θηλυκό επισκέπτεται τη φωλιά μόνο για λίγα λεπτά την ημέρα με σκοπό να ταΐσει τα μικρά και το γάλα του είναι εξαιρετικά θρεπτικό. Ο απογαλακτισμός λαμβάνει χώρα στις 4 εβδομάδες· τα κ. μπορεί να ζήσουν μέχρι εννιά χρόνια, αν και έχουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους.
Αν και υπάρχουν ακόμα μερικές αμφιβολίες, το πιθανότερο είναι ότι το κ. είναι είδος ιθαγενές της βόρειας Αφρικής και της κεντρικής και νότιας Ευρώπης· ωστόσο με την επέμβαση του ανθρώπου έχει πλέον παγκόσμια εξάπλωση. Η εκτροφή του άρχισε στην Ευρώπη πριν από πολλούς αιώνες. Χάρη στις διάφορες γενετικές βελτιώσεις που έχει υποστεί το είδος, έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες φυλές, που παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, τόσο από την άποψη της κρεατοπαραγωγής όσο και από την άποψη της ποιότητας του τριχώματος και του δέρματός τους, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πιλοποιία και στην κατασκευή γουναρικών. Ενώ το άγριο κ. ζυγίζει περίπου 1,3 κιλά και έχει μήκος περισσότερο από 60 εκ., μερικές κρεατοπαραγωγές φυλές ξεπερνούν σε βάρος τα 5 κιλά και τα 90 εκ. σε μήκος. Στις μεγαλύτερες και πολυτιμότερες για το κρέας τους φυλές περιλαμβάνονται το κ. γίγας της Φλάνδρας (βάρος περισσότερο από 7 κιλά και μήκος μεγαλύτερο από 1 μ.), το κ. γίγας της Νορμανδίας, το γαλλικό papillon και το χοντρό βελγικό κ. Από τις γουνοπαραγωγούς φυλές, ως αξιόλογες αναφέρονται το μπλε και το άσπρο της Βιέννης, το μπλε του Μπέβερεν, το αργυρόχρωμο της Καμπανίας, το κ. της Αγκύρας, με το περιζήτητο μακρύ και άσπρο τρίχωμα ή το γαλάζιο, μαύρο και γκρίζο, το castorex, που λέγεται έτσι γιατί η γούνα του μοιάζει με του κάστορα και τέλος, το σινσιλά, του οποίου το τριχωτό δέρμα διαφέρει ελάχιστα από το τριχωτό δέρμα του ομώνυμου νοτιοαμερικανικού τρωκτικού.
Είδη κουνελιού του γένους Sylvilagus.
Κουνέλι της Ταϊλάνδης.
Κουνέλι ολλανδικής φυλής.
Κουνέλι νεοζηλανδικής φυλής.
* * *τοκοινή ονομασία λαγόμορφου θηλαστικού τής οικογένειας leporidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coniglioκατ' άλλη άποψη, ο τ. κουνέλι < μσν. κουνέλιον, υποκορ. τού κούνελος < κούνεκλος < κούνικλος < λατ. cuniculus].
Dictionary of Greek. 2013.